ἐνυδρόβιος

Revision as of 14:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit sur l’eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.

Spanish (DGE)

-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).

Greek Monolingual

ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.

Greek Monotonic

ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).

Middle Liddell

ἐνυδρό-βῐος, ον adj
living in the water, Anth.