υδρόβιος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑδρόβιος, -ον, ΝΜ
αυτός που ζει μέσα στο νερό
νεοελλ.
φρ. α) «υδρόβιοι οργανισμοί» — οργανισμοί που ζουν και αναπτύσσονται μέσα στα θαλάσσια και στα γλυκά νερά, καθώς και στις περιοχές που βρέχονται από νερά
β) «υδρόβια φυτά»
βοτ. i) φυτά τα οποία είναι προσαρμοσμένα να ζουν σε πλημμυρισμένα εδάφη ή εν μέρει ή πλήρως βυθισμένα στο νερό
ii) κατηγορία φυτών, σύμφωνα με ορισμένο σύστημα ταξινόμησης, τα οποία έχουν τους οφθαλμούς τους βυθισμένους στο νερό και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνουν να επιβιώνουν σε δυσμενείς περιόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -βιος (< βῖος) πρβλ. ὀρεσίβιος].