πυκνοπνεύματος

Revision as of 14:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A having rapid respiration, Hp.Epid.6.4.4.

German (Pape)

[Seite 815] dicht od. häufig athmend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνοπνεύματος: -ον, πυκνὰ ἀναπνέων, «κοντοανασαίνων», Ἱππ. 1179H.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ταχεία αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + πνεῦμα, -ατος (πρβλ. απο-πνεύματος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκνοπνεύματος -ον [πυκνός, πνεῦμα] met snelle ademhaling.