σιτόσπορος

Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A sown with corn, D.H.4.56, Heph.Astr.3.37 (in Cat.Cod.Astr.8(1).154).

German (Pape)

[Seite 886] mit Weizen, mit Getreide besäet, ἄρουρα Dion. Hal. 4, 56.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτόσπορος: -ον, ὁ ἐσπαρμένος μὲ σῖτον, Διον. Ἁλ. 4. 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
σιτόσπαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό-σπορος].