σιτόσπορος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτόσπορος Medium diacritics: σιτόσπορος Low diacritics: σιτόσπορος Capitals: ΣΙΤΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: sitósporos Transliteration B: sitosporos Transliteration C: sitosporos Beta Code: sito/sporos

English (LSJ)

σιτόσπορον, sown with corn, D.H.4.56, Heph.Astr.3.37 (in Cat.Cod.Astr.8(1).154).

German (Pape)

[Seite 886] mit Weizen, mit Getreide besäet, ἄρουρα Dion. Hal. 4, 56.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτόσπορος: -ον, ὁ ἐσπαρμένος μὲ σῖτον, Διον. Ἁλ. 4. 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
σιτόσπαρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλόσπορος].