συνιδρύω

Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A dedicate together with, Καίσαρα τοῖς θεοῖς App.BC5.132:— Pass., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ath.13.561d:—Med., Sch.Pi.P.3.137.

Greek (Liddell-Scott)

συνιδρύω: ἱδρύω ὁμοῦ, συναφιερώνω ἄγαλμα ἢ βωμόν, κλπ., καὶ αὐτὸν (δηλ. τὸν Καίσαρα) αἱ πόλεις τοῖς σφετέροις θεοῖς συνίδρυον Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 132. ― Παθ., συνιδρῦσθαι Ἑρμῇ Ἀθήν. 561D. ― Μέσ., Σχόλ. εἰς Πινδ. Π. 3. 137.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ιδρύω κάτι από κοινού με άλλον ή με άλλους.