σύγκαιρος

Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A of the season, ἄνθη Alciphr.3.16; seasonable, suitable, τῇ ὥρᾳ Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 963] zur Zeit passend, zeitgemäß, übh. angemessen, bequem, Alcilphr. 3, 16; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκαιρος: -ον, ἔγκαιρος, ὁ κατὰ τὸν προσήκοντα καιρὸν ἢ κατὰ τὴν προσήκουσαν ἐποχὴν φαινόμενος, ἄνθη Ἀλκίφρων 3. 16· ἁρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος, χειμῶνος ὥρα ἦν, καὶ πῦρ ἐξέκαυσε τῇ ὥρᾳ σύγκαιρον Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύγκαιρος, -ον, ΝΑ
έγκαιρος
νεοελλ.
σύγχρονος
αρχ.
αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος.
επίρρ...
σύγκαιρα Ν
1. έγκαιρα
2. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπί-καιρος, πρόσ-καιρος].

Greek Monolingual

-η, -ο / σύγκαιρος, -ον, ΝΑ
έγκαιρος
νεοελλ.
σύγχρονος
αρχ.
αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος.
επίρρ...
σύγκαιρα Ν
1. έγκαιρα
2. συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπί-καιρος, πρόσ-καιρος].