χαραξίποντος

Revision as of 14:48, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A ploughing the sea, ναΐα κλαῒς χ. Simon.23.

German (Pape)

[Seite 1336] das Meer durchschneidend, κληΐς poet. bei Plut. reip. ger. praec. 2, nach Em.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰραξίποντος: -ον, ὁ χαράσσων τὸν πόντον, δηλ. τὴν θάλασσαν, Ναΐας κλαΐδος χαραξιπόντου Σιμωνίδ. 82.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fend ou sillonne la mer.
Étymologie: χάραξις, πόντος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διασχίζει τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος σχηματισμένο < χαράσσω + πόντος «θάλασσα»].

Russian (Dvoretsky)

χᾰραξίποντος: бороздящий море (ναΐα κληΐς Simonides ap. Plut.).