ἀγριόχοιρος
English (LSJ)
ὁ,
A wild swine, Sch. Ar.Pl.304.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριόχοιρος: ὁ ἄγριος χοῖρος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 304.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ jabalí Sch.rec.Ar.Pl.304b.
ὁ,
A wild swine, Sch. Ar.Pl.304.
ἀγριόχοιρος: ὁ ἄγριος χοῖρος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 304.
-ου, ὁ jabalí Sch.rec.Ar.Pl.304b.