ἀδιάλεκτος
English (LSJ)
ον,
A without conversation, βίος solitary life, Phryn.Com.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλεκτος: ὁ ἄνευ διαλέξεως, ἀδ. βίος, μεμονωμένος βίος· Φρύν. κωμ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 1.
Spanish (DGE)
-ον
sin nadie con quien hablar, solitario, βίος Phryn.Com.19.