solitario
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Spanish > Greek
δυσξύμβολος, ἄβροτος, ἀναχωρητικός, ἄκοινος, ἀποστιβής, ἀπρόσμικτος, ἀδιάλεκτος, ἀσυνουσίαστος, ἀπέρημος, ἀπερίστατος, αὐτίτης, ἀγαπητός
δυσξύμβολος, ἄβροτος, ἀναχωρητικός, ἄκοινος, ἀποστιβής, ἀπρόσμικτος, ἀδιάλεκτος, ἀσυνουσίαστος, ἀπέρημος, ἀπερίστατος, αὐτίτης, ἀγαπητός