ἀκρόζυμος
English (LSJ)
ον,
A slightly leavened, Archig. ap. Gal.13.173, Isid.Etym.20.2.15.
German (Pape)
[Seite 83] leicht gesäuert, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόζῡμος: -ον, ὀλίγην ζύμην ἔχων, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ον
con poca levadura, ἄρτος Archig. en Gal.13.173, cf. Isid.Etym.20.2.15.
Greek Monolingual
ἀκρόζυμος, -ον (Α)
(άρτος) που έχει λίγη ζύμη ή που έχει ψηθεί προτού ολοκληρωθεί η ζύμωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -ζυμος < ζύμη.