ἐνοπλίζω

Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A adapt to... ὠλέναις πλάτην Lyc.205.    II Med., arm oneself, Ath.1.16a:—Pass., pf. part. -ωπλισμένος armed, Aq.Ex. 13.18.

German (Pape)

[Seite 849] ausrüsten, bewaffnen; Lycophr. 205; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοπλίζω: προσαρμόζω εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.

Spanish (DGE)

1 tr. armar con, tomar como arma c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205
armar c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.Fr.in Gen.71.
2 intr., en v. med. vestirse las armas, armarse πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a
part. perf. pas. armado, preparado para el combate ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν LXX Nu.31.5, cf. 32.29, Aq.Ex.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου LXX Io.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145
como sinón. de estar en campaña, guerrear ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.Mens.4.158.

Greek Monolingual

ἐνοπλίζω (Α) ένοπλος
1. προσαρμόζω
2. μέσ. εξοπλίζομαι, οπλίζω τον εαυτό μου.