ὑπόκοιλος

Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A slightly concave, Hp.VC13, Dsc.3.90, Ruf.Oss.18: Comp., -ότερον μέτωπον Arist.Phgn.809b21.

German (Pape)

[Seite 1221] etwas hohl, unterwärts hohl, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκοιλος: -ον, κοῖλος ὑποκάτω, Ἱππ. περὶ τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 305. πρβλ. κύλα.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. λίγο κοίλος·2. κοίλος από κάτωὑπόκοιλος ἐν τῇ πέτρᾳ τόπος», Φωκ. Ιω.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κοῖλος.