ῥωπογραφία

Revision as of 15:23, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, '

   A artificial prettiness' of scenery, Cic.Att.15.16b.

German (Pape)

[Seite 855] ἡ, 1) die Malerei eines ῥωπογράφος, Gemälde von kleinen, gemeinen Gegenständen mit schlechten Farben. – 2) Gebüsch -od. Landschaftsmalerei, E. M.; vgl. Cic. Att. 15, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
peinture de menus objets, particul. de paysages.
Étymologie: ῥῶπος, γράφω.

Greek Monolingual

(I)
η / ῥωπογραφία, ΝΑ ῥωπογράφος (Ι)]
ζωγραφική εικόνα που παριστάνει κοινά και ανάξια λόγου αντικείμενα και για την οποία έχουν χρησιμοποιηθεί ευτελή χρώματα.
(II)
η / ῥωπογραφία, ΝΑ ῥωπογράφος (ΙΙ)]
ζωγραφική εικόνα η οποία παριστάνει θάμνους ή καρπούς.