ῥῶπος
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ὁ,
A petty wares, small wares, ὅστις ῥῶπον ἐξάγει χθονός A.Fr.263; ὁ ῥῶπος ὃν σὺ περιφέρεις Diph.55; ἄπρατον εἶναι τὸν ῥῶπον D.34.9; ἔλαιον καὶ ἄλλον ναυτικὸν ῥῶποςν Arist.Mir.844a19; ὑαλᾶ σκεύη καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος Str.4.5.3, cf. 8.6.16.
2 = μεῖγμα χρώματος, Sch.Porph.Abst.4.3.
German (Pape)
[Seite 855] ὁ, jede kleine, kurze Waare, bes. leichthin gearbeitete, wertlose Putz -od. Spielsachen, Flitterstaat, Tand, gemeine Galanteriewaaren, als Arm- u. Halsbänder, Haarnadeln, Kämme, Ringe, Spangen, Glasarbeiten u. dgl. vgl. Strab. 4, 5, 3 u. 8, 6, 161; auch Materialwaaren, Salben, Farben für Färber u. Maler, Werg, Flachs u. s. w.; also übh. Kleinkram; ὅστις ῥῶπον ἐξάγει χθονός, Aesch. frg. 243; verächtlich, ἄπρατον τὸν ῥῶπον, Dem. 34, 9; auch von schlechter Malerei, Schmiererei, D. Hal. epitom. 16, 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
menue marchandise ; marchandise de peu de valeur.
Étymologie: ῥῶπες.
Russian (Dvoretsky)
ῥῶπος: ὁ мелочной товар, мелочи Aesch., Dem., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῶπος: ὁ, ἐμπορεύματα μικρὰ καὶ παντοειδῆ, ὅστις ῥῶπον ἐξάγει χθονὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· ἐσχάραν, κλίνην, κάδον, στρώματα, ... θύλακον, ... τοσοῦτος ἔσθ’ ὁ ῥῶπος ὃν σὺ περιφέρεις Δίφιλος ἐν «Μαινομένῳ» 1· ἄπρατον εἶναι τὸν ῥ. Δημ. 910. 1· ἔλαιον καὶ ἄλλον ῥ. ναυτικὸν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 135· ὑαλᾶ σκεύη καὶ ἄλλος ῥ. τοιοῦτος Στράβ. 200, πρβλ. 376. – Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥῶπος· ῥωπικόν, ἀντὶ τοῦ οὐδενὸς ἄξιον. ὁ γὰρ ῥῶπος λεπτὸς φόρτος, ἤγουν μίγματα, χρώματα, ὅσα ζῳγράφοις, βαφεῦσι, μυρεψοῖς χρησιμεύει».
Greek Monolingual
ο / ῥῶπος, ΝΑ
(με περιλπτ. σημ.) μικρά και ευτελή αντικείμενα, όπως είναι οι βελόνες, οι καρφίτσες ή τά μικροκοσμήματα, ψιλικά
αρχ.
μίγμα χρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. της καθημερινής γλώσσας με μειωτική σημ., που συνδέεται πιθ. με ῥώψ (βλ. λ. ρώψ [Ι])].
Greek Monotonic
ῥῶπος: ὁ, μικρά εμπορεύματα, κάθε λογής, σε Αισχύλ., Δημ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: odds and ends, tinsel, trumpery (A., D., Arist.).
Compounds: As 1. member a.o. in ῥωποπώλης m. seller of petty wares (LXX, H.).
Derivatives: ῥωπικός = belonging to tinsel, false, worthless (Plb., Plu., AP ), ῥωπεύειν, ῥωποπωλεῖν H.; also ῥωπίζω ? (Ion Trag.; meaning unclear).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology (to ῥώψ?).
Middle Liddell
ῥῶπος, ὁ,
petty wares, Aesch., Dem.
Frisk Etymology German
ῥῶπος: {rhō̃pos}
Grammar: m.
Meaning: Kleinkram, Flitterstaat, Tand (A., D., Arist. u.a.);
Composita : als Vorderglied u.a. in ῥωποπώλης m. Kleinkrämer (LXX, H.).
Derivative: Davon ῥωπικός zum Flitterstaat gehörig, unecht, wertlos (Plb., Plu., AP u.a.), -εύειν· ῥωποπωλεῖν H.; auch -ίζω ? (Ion Trag.; Bed. unklar).
Etymology : Ohne Etymologie (zu ῥώψ?).
Page 2,668