ἀνενθύμητος

Revision as of 15:27, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A failing to consider, τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no piensa en τοῦ θνητοῦ Phld.Mort.38.
2 inconcebible, inimaginable de la generación del Hijo, Eus.DE 5.1.18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνενθύμητος, -ον)
όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι
νεοελλ.
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος
αρχ.
ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον Θεό).