ἀντικαταλαμβάνω

Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A take possession of in turn, Ti.Locr.102d.    II = ἀντιλαγχάνω, δίκην Pl.Com.9D.    III occupy in opposition, λόφον D.C.36.47, cf. 42.31.

German (Pape)

[Seite 252] (s. λαμβάνω), dagegen einnehmen, Tim. Locr. 102 d; Dio C.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντικαταλαμβάνω: καταλαμβάνω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Τίμ. Λοκρ. 102 D.

Spanish (DGE)

1 ocupar a su vez τὰν τῶν καρρόνων χώραν Ti.Locr.102d, λόφον D.C.36.47.2, cf. 42.31.3.
2 jur. responder con otro proceso Pl.Com.103A.

Greek Monolingual

ἀντικαταλαμβάνω)
καταλαμβάνω κι εγώ μια τοποθεσία για ν' αντιμετωπίσω τον αντίπαλο
αρχ.
φρ. «ἀντικαταλαμβάνω δίκην» — κάνω αίτηση για επανάληψη της δίκης.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικαταλαμβάνω: в свою очередь завладевать Plat.