ἀσυμφυής

Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A not growing together, μόρια Placit.5.19.5; τῆ κτίσει Hsch.

German (Pape)

[Seite 380] ές, nicht zusammenpassend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμφυής: -ές, ὁ μὴ συμφυής, «ἀνοίκειος, ἀνόμοιος» (Σουΐδ.), Πλούτ. 2. 908D, Κλήμ. Ἀλ. 223.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne se combine pas avec, incompatible.
Étymologie: ἀ, συμφυής.

Spanish (DGE)

-ές
1 que no crece juntamente μόρια Placit.5.19.5
extraño, ajeno c. dat. τῇ κτίσει Hsch.
2 antinatural del vicio, Clem.Al.Paed.2.10.87.
3 incompatible τὰ ἐναντία Cyr.Al.M.73.197B, φῶς καὶ σκότος Cyr.Al.M.68.437D.

Greek Monolingual

ἀσυμφυής, -ές (Α)
1. ο μη συμφυής, ο ανόμοιος
2. αφύσικος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμφυής: неподходящий, не сродный, не родственный (τὰ μόρια Plut.).