ανόμοιος

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀνόμοιος, -ον)
αυτός που δεν είναι όμοιος με κάτι ή κάποιον, διαφορετικός
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. η ανομοιότητα
μσν.
οἱ Ἀνόμοιοι
Αρειανοί των άκρων, οι οποίοι πίστευαν ότι ο Υιός δεν έχει καμιά ομοιότητα με τον Πατέρα.