ἄοσμος
English (LSJ)
ον,
A having no smell, v.l. in Hp.Acut.63, Arist.Sens.443a10: Comp., ib.19; opp. εὔοσμος, Thphr.CP6.16.5; cf. ἄνοδμος, ἄνοσμος.
German (Pape)
[Seite 273] geruchlos, Arist. de sens. 5, 17; schlecht riechend, neben κακῶδες, dem εὔοσμος entgegengesetzt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοσμος: -ον, (ὀσμὴ) ὁ μὴ ἔχων ὀσμήν, ἄνευ ὀσμῆς, Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 394, Ἀριστ. π. Αἰσθήσ. 5. 4· κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ εὔοσμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 16, 5.
Spanish (DGE)
-ον
que no despide olorop. εὔοσμος, τὸ ... ἄοσμον ... εὔοσμον γίγνεται Thphr.CP 6.17.11 (= Democr.A 163), τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα Arist.Sens.443a10, αἱ σκωρίαι Arist.Sens.443a19
•del vino ligero οἱ (οἴνοι) μὲν γὰρ γλυκεῖς ὅλως ἄοσμοι Thphr.CP 6.16.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄοσμος, -ον)
αυτός που δεν αναδίδει οσμή.
Russian (Dvoretsky)
ἄοσμος: лишенный запаха Arst.