οσμή

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source

Greek Monolingual

η (Α ὀσμή και επικ. τ. ὀδμή)
το ευχάριστο ή δυσάρεστο αίσθημα της όσφρησης, ευώδης ή δυσώδης απόπνοια πράγματος, μυρωδιά (α. «πικρὸν ἀποπνείουσα ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ.
β. «ὡς καλὴν ὀσμὴν ἔχει», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (βιοχ.-χημ.) η ιδιότητα διαφόρων χημικών σωμάτων να διεγείρουν, εκπέμποντας πτητικές ουσίες, τους χημειοϋποδοχείς του οσφρητικού οργάνου του ανθρώπου ή ενός ζώου
2. φρ. «φίλτρο οσμών»
τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τον κλιματισμό εσωτερικών χώρων και την απορρόφηση τών διαφόρων οσμών και αποτελείται από πλάκες ενεργού άνθρακα με πόρους μικρών διαστάσεων, ή, σε περίπτωση μεγαλύτερων απαιτήσεων, από φυσίγγια ενεργού άνθρακα
αρχ.
1. ευώδες μύρο
2. η αίσθηση της όσφρησης, όσφρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. ὀδμή (< θ. ὀδ- του ὄζω «μυρίζω» + κατάλ. -μή) αντικαταστάθηκε από τον τ. ὀσμή (< ὀδ-σμᾱ, με αφομοιωτική τροπή του οδοντικού -δ- σε -σ- και απλοποίηση τών -σσ-, πρβλ. δασμός < δατ-σμός: δατέομαι, κλῶσμα < κλῶθσμα: κλώθω) σύμφωνα με την τάση της γλώσσας για αποφυγή του συμπλέγματος -δμ-, η οποία παρατηρείται κυρίως σε ρηματ. τ. (πρβλ. ἴσμεν: ἴδμεν)].