ἐνθάλασσος

Revision as of 15:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Att. ἐνθάλαττος, ον,

   A in the sea, σπιλάδες D.S.3.44; by the sea, πόλις Ath.Mech.32.3.

German (Pape)

[Seite 841] att. -ττος, in dem Meere befindlich, D. Sic. 2, 43 σπιλάδες.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθάλασσος: Ἀττ. -αττος, ον, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 2. 43.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): át. -ττος
1 que está en el mar, a flor de agua σπιλάδες D.S.3.44.
2 que está junto al mar, marítimo πόλις Ath.Mech.32.3.

Greek Monolingual

ἐνθάλασσος και αττ. τ. ἐνθάλαττος, -ον (Α)
1. θαλάσσιος, αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα
2. ο παραθαλάσσιος, που βρίσκεται δίπλα, κοντά στη θάλασσα.