ἑδρασμός
English (LSJ)
ὁ,
A placing in position, πίθων Gp.6.2 tit.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 posición sedente ἑδρασμὸν εἶναι ἐπὶ τῶν ἰσχίων ἑδραζομένων ἐπὶ τινος ἕδρας Origenes Comm.in Mt.16.4 (p.477).
2 asentamiento, colocación περὶ οἰνοθήκης καὶ πίθων ἑδρασμοῦ Gp.6.2 tít., glos. a στηριγμός Sud.
3 fig. fundamento, fortaleza παρέσχου ... ἑδρασμὸν τῆς γλώσσης μου Ephr.Syr.1.177B.
Greek Monolingual
ἑδρασμός, ο (AM) εδράζω
τοποθέτηση, εδραίωση
μσν.
υπόβαθρο.