ἰσχναντικός

Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for reducing, Arist.Pr.885a28, Dsc.1.24.

German (Pape)

[Seite 1272] trocknend, abmagernd, Arist. probl. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχναντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ἴχνανσιν, Ἀριστ. πρβλ. 5. 40, 4.

Greek Monolingual

ἰσχναντικός, -ή, -όν (Α) ισχναίνω
αυτός που επιφέρει ίσχνανση.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχναντικός: делающий худым, т. е. изнурительный (οἱ ἀνάντεις τῶν κατάντων ἰσχναντικώτεροι περίπατοι Arst.).