ἰσοτέλεια

Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, X.HG2.4.25, Vect.4.12, IG22.109b20, 276.13, al., GDI3077 (Mesembria), Ph.1.160, etc.: freq. in Boeot. Inscrr., ϝισοτέλια IG7.505, al. (Tanagra).

German (Pape)

[Seite 1267] ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger, Xen. Hell. 2, 4, 25; παρέχει ἡ πόλις ἐπὶ ἰσοτελείᾳ καὶ τῶν ξένων τῷ βουλομένῳ ἐργάζεσθαι ἐν τοῖς μετάλλοις Vect. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἰσοτελής, ἰσότης φόρων καὶ δασμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 25, Πόροι 4. 12, Συλλ. 2053b, c· φέρεται ϝισοτελία ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ., ἴδε ἴσος ἐν τέλει, ἰσοτελὴς ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état politique de l’ ἰσοτελής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοτέλεια) ισοτελής
1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι
2. η ιδιότητα του ισοτελούς μετοίκου.

Greek Monotonic

ἰσοτέλεια: ἡ, κατάσταση του «ἰσοτελοῦς», ισότητα φόρων και δασμών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοτέλεια: ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen.

Middle Liddell

ἰσοτέλεια, ἡ,
the condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, Xen.