ἰσοκλεής

Revision as of 15:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές,

   A equal in glory, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, an Ruhm gleich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκλεής: -ές, ἴσον ἔχων κλέος, ἴσην ἔχων δόξαν, ἰσόδοξος, Εὐσέβ. ΙΙ. 60Α, Καισάριος 1024. - Ἐπίρρ. ἰσοκλεῶς, Νικ. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 256-7, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

ἰσοκλεής, -ές (Α)
αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος.
επίρρ...
ἰσοκλεῶς (Μ)
με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο-κλεής, μεγαλο-κλεής].