ὀλιγόκαιρος

Revision as of 15:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A brooking no delay, ἰητρική Hp.Loc. Hom.44.

German (Pape)

[Seite 320] kurze Gelegenheit, schnell vorübergehende Zeit zum Wirken habend, ἰητρική, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκαιρος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.

Greek Monolingual

ὀλιγόκαιρος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καιρός.