ὀλιγόκαιρος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγόκαιρος Medium diacritics: ὀλιγόκαιρος Low diacritics: ολιγόκαιρος Capitals: ΟΛΙΓΟΚΑΙΡΟΣ
Transliteration A: oligókairos Transliteration B: oligokairos Transliteration C: oligokairos Beta Code: o)ligo/kairos

English (LSJ)

ὀλιγόκαιρον, brooking no delay, ἰητρική Hp.Loc. Hom.44.

German (Pape)

[Seite 320] kurze Gelegenheit, schnell vorübergehende Zeit zum Wirken habend, ἰητρική, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόκαιρος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγας εὐκαιρίας, ἰητρική Ἱππ. 422. 8.

Greek Monolingual

ὀλιγόκαιρος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, που δεν επιδέχεται αναβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + καιρός.