αναβολή

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

η (Α ἀναβολή)
μετάθεση του χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση
αρχ.
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος
2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης
3. τρόπος του να φοράει κανείς τον μανδύα
4. μουσικό προοίμιο, ανάκρουσμα, διθυραμβική ωδή
5. άνοδος, ανάβαση
6. ανύψωση, «φούσκωμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβάλλω.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναβολάδιον, ἀναβόλαιον
νεοελλ.
αναβόλα].