αναβολή
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
η (Α ἀναβολή)
μετάθεση του χρόνου εκτελέσεως κάποιου πράγματος, παράταση
αρχ.
1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι, σωρός χωμάτων, όχθη ορύγματος
2. αυτό που ρίχνεται πάνω στους ώμους, μανδύας, επενδύτης
3. τρόπος του να φοράει κανείς τον μανδύα
4. μουσικό προοίμιο, ανάκρουσμα, διθυραμβική ωδή
5. άνοδος, ανάβαση
6. ανύψωση, «φούσκωμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβάλλω.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀναβολάδιον, ἀναβόλαιον
νεοελλ.
αναβόλα].