ὑπαγκάλιος

Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A in the arms, of a child, D.H.7.67.

German (Pape)

[Seite 1179] = ὑπάγκαλος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαγκάλιος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἐπὶ τέκνου, κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Βατ. Ἀντιγράφου ἐν Διονυσ. Ἁλ. 7, 67, ἀντὶ ὑπάγκαλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ, και δ. γρφ. υπάγκαλος, -ον, Α
(για τέκνο) αυτός που μεταφέρεται στην αγκαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀγκάλη + κατάλ. -ιος].