Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγκαλιά

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η
1. η αγκάλη (βλ. ερμ. 1, 2, 3 και νεοελλ.)
2. σιδερένιο τεμάχιο της στέγης σε σχήμα Π, που περιβάλλει τον κεντρικό ορθοστάτη (κν. μπαμπά)
3. (ως επίρρ.) στην αγκαλιά, αγκαλιαστά, αγκαλιασμένοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταπλασμένος τύπος του αγκάλη με την κατάλ. -ιά (< -εά < -έα), αρχ. σημ. «ό,τι χωράει μια φορά στην αγκάλη», πρβλ. πιρουνιά, ποτισιά, αλωνιά κ.λπ.
ΠΑΡ. αγκαλιάζω].