ῥυτιδόω
English (LSJ)
A make wrinkled, shrivel up, Arist.Pr.936b10:—Pass., to be wrinkled, ῥυτιδούμενοι [ὀφθαλμοί] Hp.Epid.6.1.13; δέρμα ἐρρυτιδωμένον Arist.HA578a9, cf. GA780a32; φύλλα Thphr.HP3.10.3; μῆλον Dsc.1.115; τὴν ὄψιν ἐρρυτιδωμένος Luc.Luct.16; of bandages, Sor.1.83.
German (Pape)
[Seite 854] runzlig machen, runzeln; Arist. H. A. 6, 25, im pass., u. oft, wie Folgde; τὴν ὄψιν ἐῤῥυτιδωμένος, Luc. de luct. 16.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῠτῐδόω: ῥυτιδώνω, καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, διὰ τὶ τὸ θερμὸν ὕδωρ ῥυτιδοῖ, τὸ δὲ πῦρ θερμὸν ὄν, οὐ; Ἀριστ. Προβλ. 24. 7. - Παθητ., πληροῦμαι ῥυτίδων, ῥυτιδούμενοι ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1165Ε· δέρμα ἐρρυτιδωμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 25, 1, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 30· φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 3, μῆλον Διοσκ. 1. 166· ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Λουκ. περὶ Πένθους 16. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ῥυτιδώσω ; part. pf. Pass. ἐρρυτιδωμένος;
rider.
Étymologie: ῥυτίς.
Greek Monotonic
ῥῠτῐδόω: μέλ. -ώσω (ῥυτίς), κάνω κάτι να ζαρώσει — Παθ., είμαι γεμάτος με ρυτίδες· μτχ. παρακ. ἐρρυτιδωμένος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῠτῐδόω: покрывать морщинами, морщить (δέρμα ἐρρυτιδωμένον Arst.): ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Luc. со сморщенным лицом.
Middle Liddell
ῥῠτῐδόω, fut. -ώσω ῥυτίς
to make wrinkled:—Pass. to be so, perf. part. ἐρρυτιδωμένος Luc.