βλοσυρόφρων

Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A savage-minded, A.Supp.833 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] Aesch. Suppl. 813, heldenhaft gesinnt.

Greek (Liddell-Scott)

βλοσυρόφρων: -ον, ὁ ἔχων βλοσυρόν, ἄγριον φρόνημα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 833.

French (Bailly abrégé)

ων, ον :
à l’âme cruelle.
Étymologie: βλοσυρός, φρήν.

Spanish (DGE)

(βλοσῠρόφρων) -ον
de fiera intención subst. βλοσυρόφρονα χλιδᾷ δύσφορα cunden insoportables intenciones brutales A.Supp.833.

Greek Monolingual

βλοσυρόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει σκληρό, άγριο φρόνημα.

Russian (Dvoretsky)

βλοσῠρόφρων: 2, gen. ονος твердый, мужественный Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλοσυρόφρων -ον, gen. -ονος βλοσυρός, φρήν woest van geest.