λωτομήτρα
English (LSJ)
ἡ,
A fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.
Greek (Liddell-Scott)
λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.
ἡ,
A fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.
λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.