λωτομήτρα
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἡ, fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.
Greek (Liddell-Scott)
λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.
Spanish
Greek Monolingual
λωτομήτρα, ἡ (Α)
η ψίχα του καρπού διαφόρων ειδών λωτού.
Léxico de magia
ἡ pulpa del fruto del loto συνεμβαλὼν αὐτῷ (τῷ κανθάρῳ) λωτομήτρας σπέρμα καὶ μέλι echa juntamente con el escarabajo semilla de pulpa de loto y miel P IV 754 λαβὼν ἔλαιον ὀμφακίζοντα μετὰ βοτάνης μαστιγίας καὶ λωτομήτρας ἕψει μετὰ σαμψούχου ἀχρωτίστου toma aceite de olivas verdes con planta mastigia y pulpa de loto y hiérvelo con mejorana incolora P IV 3009 λωτομήτραν, κρινάνθεμον, βούνιον pulpa del fruto del loto, siempreviva, nabo P III 333 (fr. lac.)