λωτομήτρα

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωτομήτρα Medium diacritics: λωτομήτρα Low diacritics: λωτομήτρα Capitals: ΛΩΤΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: lōtomḗtra Transliteration B: lōtomētra Transliteration C: lotomitra Beta Code: lwtomh/tra

English (LSJ)

ἡ, fruit-pulp of λωτός II, Plin. HN22.56, PMag.Par.1.754.

Greek (Liddell-Scott)

λωτομήτρα: ἡ, εἶδος λωτοῦ, Πλίν. 22. 28.

Spanish

pulpa del fruto del loto

Greek Monolingual

λωτομήτρα, ἡ (Α)
η ψίχα του καρπού διαφόρων ειδών λωτού.

Léxico de magia

pulpa del fruto del loto συνεμβαλὼν αὐτῷ (τῷ κανθάρῳ) λωτομήτρας σπέρμα καὶ μέλι echa juntamente con el escarabajo semilla de pulpa de loto y miel P IV 754 λαβὼν ἔλαιον ὀμφακίζοντα μετὰ βοτάνης μαστιγίας καὶ λωτομήτρας ἕψει μετὰ σαμψούχου ἀχρωτίστου toma aceite de olivas verdes con planta mastigia y pulpa de loto y hiérvelo con mejorana incolora P IV 3009 λωτομήτραν, κρινάνθεμον, βούνιον pulpa del fruto del loto, siempreviva, nabo P III 333 (fr. lac.)