μακροπόρευτος

Revision as of 15:56, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A far-journeying, μ. βίος PLit.Lond.98 ii 12 (Dioscorus).

Greek Monolingual

μακροπόρευτος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που πορεύεται μακριά ή εκτείνεται σε μεγάλη χρονική απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πορευτός (< πορεύομαι)].