προβόλιον

Revision as of 15:57, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

τό, Dim. of sq. 11,

   A boar-spear, X.Cyn.10.1, Philostr. Im.1.2 codd. (προβοβίῳ Benndorf), 28: metaph., Hyp.Fr.167.    II basket, Hsch.

German (Pape)

[Seite 712] τό, dim. von προβολή 3, Waffe, die man zum Schutz vorhält, bes. ein Jagdspieß, um wilde Schweine abzufangen, Xen. Cyn. 10, 3. 12. – Aber bei Philostr. Imagg. 1, 2 ein Gewand; vgl. Welcker daselbst p. 206.

Greek (Liddell-Scott)

προβόλιον: τό, ὑποκρ. τοῦ πρόβολος ΙΙ, «εἶδος τι δόρατος, ᾧ χρῶνται οἱ κυνηγέται πρὸς τὴν τῶν συῶν θήραν» (Φώτ.), Ξεν. Κυνηγ. 10, 1, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Φιλόστρ. 765, 805.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
épieu de chasse.
Étymologie: πρόβολος.

Greek Monotonic

προβόλιον: τό, υποκορ. του πρόβολος II, είδος δόρατος για κυνήγι βοοειδών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προβόλιον: τό [demin. к πρόβολος 4] охотничье копье, рогатина Xen.

Middle Liddell

προβόλιον, ου, τό, [Dim. of πρόβολος II]
a boar-spear, Xen.