ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
gén. de δόρυ.
δόρᾰτος: γεν. του δόρυ.
δόρᾰτος: gen. к δόρυ.