προβόλιον
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
τό, Dim. of πρόβολος ΙΙ,
A boar-spear, X.Cyn.10.1, Philostr. Im.1.2 codd. (προβοβίῳ Benndorf), 28: metaph., Hyp.Fr.167.
II basket, Hsch.
German (Pape)
[Seite 712] τό, dim. von προβολή 3, Waffe, die man zum Schutz vorhält, bes. ein Jagdspieß, um wilde Schweine abzufangen, Xen. Cyn. 10, 3. 12. – Aber bei Philostr. Imagg. 1, 2 ein Gewand; vgl. Welcker daselbst p. 206.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
épieu de chasse.
Étymologie: πρόβολος.
Russian (Dvoretsky)
προβόλιον: τό [demin. к πρόβολος 4] охотничье копье, рогатина Xen.
Greek (Liddell-Scott)
προβόλιον: τό, ὑποκρ. τοῦ πρόβολος ΙΙ, «εἶδος τι δόρατος, ᾧ χρῶνται οἱ κυνηγέται πρὸς τὴν τῶν συῶν θήραν» (Φώτ.), Ξεν. Κυνηγ. 10, 1, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ., Φιλόστρ. 765, 805.
Greek Monotonic
προβόλιον: τό, υποκορ. του πρόβολος II, είδος δόρατος για κυνήγι βοοειδών, σε Ξεν.