εως, ὁ,
A hammer-axe, IG12.313.132.
-ελέκεως, ο, ΝΑεργαλείο του οποίου το ένα άκρο έχει σχήμα σφύρας ενώ το άλλο σχήμα πελέκεωςνεοελλ.είδος σκεπαρνιού με σχισμή στο κέντρο της λεπίδας του για την εξαγωγή καρφιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + πέλεκυς.