συνύφειαι

Revision as of 15:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

[ῠ], αἱ,

   A bees' cells (from their net-like appearance), honeycomb, Arist.HA624a11.

German (Pape)

[Seite 1038] αἱ, die mit einander verbundenen Stücke von Wachszellen, Honigwaben, Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

συνύφειαι: [ῠ], αἱ, τὰ συνυφασμένα κύτταρα τῶν μελισσῶν, ἡ κηρήθρα, «μελόπηττα», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 9 ἃς ὡσαύτως καλεῖ ἱστοὺς συνυφεῖς, αὐτόθι 8.

Greek Monolingual

αἱ Α
κηρήθρα τών μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυφαίνω, λόγω του ότι η κηρήθρα έχει μορφή πλέγματος].

Russian (Dvoretsky)

συνύφειαι: (νῠ) αἱ ячеечная ткань, т. е. соты Arst.