χρυσόκομος

Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A golden-haired, AP6.264 (Mnasalc.); of the plumage of birds, χ. πτέρα Hdt.2.73.

German (Pape)

[Seite 1381] 1) goldhaarig, Apollon, Mnasalc. 3 (VI, 264). – 2) übh. goldfarbig, πτερά Her. 2, 73.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόκομος: -ον, ὁ ἔχων χρυσῆν κόμην, Ἀνθ. Π. 6. 264· ἐπὶ τῶν πτερῶν τῶν πτηνῶν, χρ. πτερὰ Ἡρόδ. 2. 73.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux plumes d’or.
Étymologie: χρυσός, κόμη.

Spanish

que tiene cabellos de oro

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσοκόμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. βαθύ-κομος].

Greek Monotonic

χρῡσόκομος: -ον, = το επόμ., σε Ανθ.· αυτός που έχει χρυσή κόμη, χρυσόξανθος, λέγεται για πουλιά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόκομος:
1) златокудрый (Ἀπόλλων Anth.);
2) золотого цвета, золотистый (τά πτερά Her.).

Middle Liddell

χρῡσό-κομος, ον, = χρυσοκόμης, Anth.]
with golden plumage, of birds, Hdt.