φαλιόπους

Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος,

   A white-footed, Id.

German (Pape)

[Seite 1253] ουν, gen. ποδος, weißfüßig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλιόπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν, ὁ λευκὸν ἔχων πόδα, λευκόπους, «φαλιόπουν. λευκόπουν. φαλιοὶ ταῦροι· λευκομέτωποι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φαλιόπουν, λευκόπουν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλιός «λευκός» + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λευκό-πους].