ἀλευρόττησις

Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, (cf. διαλευροττάω)

   A flour-sieve, Poll.6.74, AB 382.    II flour sifted, fine flour, Suid.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cedazo Poll.6.74, AB 382, Hsch.s.u. δίαττος.
2 flor de harina, harina cernida Sud.

Greek Monolingual

ἀλευρόττησις, η (Α)
1. κόσκινο του αλευριού, σήτα, κρησάρα
2. ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, άχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλευρον + (δια-)ττῶ «κοσκινίζω»].