κόσκινο

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

(ΑM κόσκινον)
1. σκεύος με Κυκλική ξύλινη ή μετάλλινη στεφάνη και λεπτό πλέγμα, διάτρητη πλάκα ή δέρμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τον αποχωρισμό ξένων στοιχείων, ή κόκκων μεγαλύτερων από τις οπές του πλέγματος, από υλικά σε μορφή σκόνης ή κόκκων
2. φρ. μαθ. «το κόσκινο(ν) του Ερατοσθένους» — η μέθοδος με την οποία καταρτίζεται πίνακας τών πρώτων αριθμών, όσων δηλ. δεν έχουν άλλο διαιρέτη εκτός από τη μονάδα και τον εαυτό τους, από τη μονάδα μέχρι ένα όριο
νεοελλ.
φρ. α) «μηχανικό κόσκινο»
τεχνολ. συσκευή κοσκινίσματος που αποτελείται από δονούμενο επίπεδο, μονό ή πολλαπλό, ή από περιστρεφόμενο κυλινδικό κόσκινο και λειτουργεί με κίνηση παρεχόμενη από ηλεκτροκινητήρα ή κινητήρα εσωτερικής καύσης
β) «τον έκανε κόσκινο (από τις σφαίρες)» — τον έκανε διάτρητο
γ) «τον πέρασε από ψιλό κόσκινο» — τον εξέτασε εξονυχιστικά
δ) «βάλε κόσκινο» — λέγεται ειρωνικά για κάποιον που λέει ότι ντρέπεται
ε) «μοριακό κόσκινο»
χημ. πορώδες στερεό υλικό, συνήθως ένας φυσικός ή συνθετικός ζεόλιθος, το οποίο έχει την ικανότητα να προκαλεί διαχωρισμό σωματιδίων μοριακής διαστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., ίσως μεσογειακής προελεύσεως. Η σύνδεση της με ΙΕ λ. (πρβλ. κόρος «σκούπα» ή λιθουαν. košiu, košti «στραγγίζω») δεν φαίνεται πιθανή.
ΠΑΡ. κοσκινίζω, κοσκίνιον
αρχ.
κοσκίνωμα αρχ.-μσν. κοσκινεύω, κοσκινηδόν
μσν.
κοσκινωτός
μσν.- νεοελλ.
κοσκινάς
νεοελλ.
κοσκινάκι, κοσκινίδι(α).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κοσκινόγυρος, κοσκινομαντεία, κοσκινοποιός, κοσκινοπώλης
αρχ.
κοσκινόμαντις, κοσκινοράφος, κοσκινόρινος
νεοελλ.
κοσκινοειδής. (Β' συνθετικό) αρχ. τυροκόσκινον
νεοελλ.
ψιλοκόσκινο].