σήτα

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

και παλ. τ. σήττα, η, Ν
1. λεπτό κόσκινο, η κρησάρα
2. τεχνολ. λεπτό δικτυωτό πλέγμα, κατασκευασμένο από συρμάτινες ή πλαστικές ίνες, το οποίο χρησιμοποιείται για τον διαχωρισμό διαφόρων υλικών σε κόκκους ή στα κουφώματα τών κατοικιών για να παρεμποδίζεται η είσοδος τών εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήθω «κοσκινίζω». Η άποψη ότι η λ. προέρχεται από το σλαβ. sito δεν θεωρείται πιθανή].