ἁλιτρεφής

Revision as of 16:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ές,

   A sea-bred, Q.S.3.272, Nonn.D.24.114.

German (Pape)

[Seite 99] ές, meerernährt, im Meere lebend, δελφίς Qu. Sm. 3, 272.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῐτρεφής: -ές, ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ τραφείς, Κόϊντ. Σμ. 3. 272, Νόνν. Δ. 24. 116.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
criado por el mar κῆτος Q.S.3.272, ἵπποι Nonn.D.24.114.

Greek Monolingual

ἁλιτρεφής, -ές (Α)
αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος.