ἰσχυρόφωνος
English (LSJ)
ον,
A strong-voiced, Antyll. ap. Orib.6.10.10.
German (Pape)
[Seite 1273] von starker Stimme, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόφωνος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰν φωνήν, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 97 Matth.
Greek Monolingual
ἰσχυρόφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύ-φωνος, ισχνό-φωνος].