ὀγκόφωνος

Revision as of 16:06, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A hollow-toned, of a trumpet, Sch.T Il.18.219.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόφωνος: -ον, = βαρύφθογγος, Σχόλ. Βικτ. εἰς Ἰλ. Σ. 219.

Greek Monolingual

ὀγκόφωνος, -ον (Α)
(για τη σάλπιγγα) αυτός που έχει βαθύ τόνο, βαθύφθογγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος].